μπαλαμούτι

μπαλαμούτι
τό
1) плутовство, мошенничество (в карточной игре); 2) обман, фальсификация; 3) перен. уловка, хитрость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μπαλαμούτι" в других словарях:

  • μπαλαμούτι — το 1. απάτη σε χαρτοπαικτικό παιχνίδι 2. (κατ επέκτ.) δόλος, τέχνασμα, κομπίνα 3. ερωτικές χειρονομίες και θωπείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. palamut] …   Dictionary of Greek

  • μπαλαμουτιάζω — [μπαλαμούτι] κάνω ερωτικές, ερεθιστικές χειρονομίες και θωπείες …   Dictionary of Greek

  • μπαλαμούτα — η γυναίκα χωρίς ηθικές αναστολές, «εύκολη», που δέχεται να «τής βάζουν χέρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλαμούτι, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • Γόννοι — I Αρχαία οχυρή πόλη των Περραιβών στη Θεσσαλία. Βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού ποταμού, στην είσοδο των Τεμπών. Ερείπια της πόλης βρίσκονται στο χωριό Μπαλαμούτι του Τιρνάβου. Στις ανασκαφές του 1910, βρέθηκαν 700 επιγραφές από τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»